Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ μέρος Πρώτον (μπανκ)

Λέξεις κλειδιά: άτριχη, σεξ, σιντριβάνι


            Η Τζένη ήταν άτριχη. Αλλά αυτό δεν τον ένοιαζε καθόλου το Μάκη. Φυσικά αν τη γνώριζε, μπορεί και να τον ένοιαζε, αλλά μέχρι να τη γνωρίσει θα περάσουν κάμποσες παράγραφοι, οπότε έχει χρόνο.

Πέρα από άτριχη ήταν και όμορφη. Λογικό, θα έλεγε ο Μάκης, αν τα είχε βάλει κάτω να τα σκεφτεί, διότι αν ήταν τριχωτή σιγά μην ήταν πολύ όμορφη. Ίσως και να ήταν, αν ο Μάκης ήταν γορίλας ή αρκούδος ή γενικά κάποιο ον που να εκτιμά τα τριχωτά θηλυκά. Κι ο άνθρωπος, ως γνωστόν, δεν είναι τέτοιο ον. Ο μέσος τουλάχιστον. Και κυρίως ο επιτελικός μέσος, που παρότι τείνει να εκλείψει από τα σημερινά γήπεδα, εν τούτοις ασκεί ακόμη μια σημαντική επιρροή στον αντρικό πληθυσμό, όσον αφορά τα γυναικεία πρότυπα που κυριαρχούν, κυκλοφορούν και συναρπάζουν.
            Η Τζένη ήταν η κόρη του μπαρμπα-Μήτσου. Ο μπαρμπα-Μήτσος, μπορεί να μην ήταν κόρη κανενός, αλλά ήταν ο πιο προνομιούχος περιπτεράς της περιοχής, καθώς η επιχείρησή του είχε για αυλή κοτζάμ πλατεία. Ένα περίπτερο σε μια ολόκληρη πλατεία! Και τι πλατεία, με τα περιστέρια της, τα πρεζάκια της, τα τραπεζοκαθίσματά της, τα παγκάκια της, το σιντριβάνι της, που μπορεί να ήταν στεγνό και κάργα βρώμικο, αλλά δεν έπαυε να προσδίδει στην πλατεία την αίγλη που προσδίδει ένα μεγαλοπρεπές σιντριβάνι. Σιγά το μεγαλοπρεπές, εδώ που τα λέμε. Σα γούρνα ήταν. Αλλά στα μάτια των κωλόβλαχων της επαρχιακής πόλης, της οποίας στολίδι ήταν η εν λόγω πλατεία (με το μεγαλοπρεπές όνομα Πλατεία Εθνικής Παλιγγενεσίας, παρεμπιπτόντως), η ψευτο-γρανιτένια μπανιέρα φάνταζε πάρκο του Γιέλλοουστόουν.
            Η Τζένη, πάντα πιστή στα πρότυπα της μικρής επαρχιακής πόλης, της οποίας δήλωνε περήφανη δημότισσα, ήταν μια κωλοβλαχάρα. Την είχαν βαφτίσει Σπυριδούλα, όταν ήταν μικρή τη φώναζαν Σπυρδούλα, η οικογένεια, οι φίλοι κι οι γνωστοί τη φώναζαν Ρούλα, μα ο άνθρωπος είναι πολύ επίμονο πλάσμα κι αν του μπει κάτι στο μυαλό, καλύτερα να μιλάμε μεταφορικά, διότι αν μιλάμε κυριολεκτικά, πιθανότατα είναι νεκρός. Έτσι, λοιπόν, η Σπυριδούλα-Σπυρδούλα-Ρούλα, έφτασε σε μια ηλικία που αποφάσισε ότι θέλει να λέγεται Τζένη. Βασικά αποφάσισε ότι θέλει να κάνει σεξ, αλλά επειδή, ως κόρη περιπτερά ήταν αστέρι στο μάρκετινγκ, σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να κάνει ένα καλύτερο προμόσιον του προϊόντος, κάτω από ένα πιο κάτσι μπραντ-νέιμ. Και παρά τις ενστάσεις του πατέρα της (Μαρ’ τσούπα, ετσ’ λιεν’ κεια κει τμπαρδαλή τζωντουχήρα!) η Τζένη επέβαλε την απόφασή της. Της έμενε πλέον να περάσει σε πιο πρακτικά θέματα. Όπως π.χ. να διαμορφώσει το τάργκετ γκρουπ της.
            Η Τζένη δε θα μας απασχολήσει και πολύ σ’αυτήν την παράγραφο. Διότι, λέιντιζ εν τζέντλμεν μιτ Μάκης! Ο Μάκης ήταν καλό παιδί και άξιο παλικάρι. Αλλά το ότι δε φιλούσε κώλους γαϊδάρων, του είχε κοστίσει πολλά εικοσάρια. Και στο σχολείο και στην τσέπη του. Γι’αυτό είχε ακολουθήσει την καριέρα του σερβιτόρου στο καφενείο «η Βαγγελιώ», ενώ παράλληλα μάζευε 15άρια ως μηχανολόγος στο ΕΠΑΛ της μικρής επαρχιακής πόλης, το οποίο, λόγω του ότι βρισκόταν σε ένα ύψωμα λίγο έξω από τη μικρή επαρχιακή πόλη, εκεί που το χειμώνα έφταναν τα χιόνια, το αποκαλούσαν και ΝΕΠΑΛ. Νοτ μπαντ, Μάκης.
            Η Τζένη στο μεταξύ, όσο ασχολούμασταν με το Μάκη, αποφάσισε ότι ήθελε να γνωρίσει (=«πηδηχτεί με» και εν συνεχεία «τυλίξει») κάποιον φιλόδοξο (=κάποιον που να θέλει να φύγει από τη μικρή επαρχιακή πόλη και να πάει να ζήσει σε μια μεγάλη επαρχιακή πόλη ή ακόμα και στην αχανή πρωτεύουσα). Κι ο Μάκης ήταν φιλόδοξος. Κυρίως ήταν θέμα επιβίωσης. Ήταν μια επιλογή του Μάκη που θα έκανε το Δαρβίνο περήφανο. Βλέπετε, ο Μάκης ήταν κάπως διαφορετικός από το μέσο συνομήλικο κωλόβλαχο συμπολίτη του. Ήταν, ας πούμε, κάτι σαν ανθυποκωλόβλαχος. Και δε σκόπευε να πάρει προαγωγή. Συγκεκριμένα, σκόπευε να βάλει κάνα ψιλό στην άκρη, να ξεμπερδέψει με το σχολείο και να φύγει γι’άλλα μέρη. Και το σπίτι που νοίκιαζε μια θεία του σε μια γειτονική μεγάλη επαρχιακή πόλη, έδρα ΤΕΙ, έμοιαζε ιδανικός προορισμός.
[…]
            Η Τζένη είχε απογοητευτεί πλήρως. Ο Μάκης ήταν κατενθουσιασμένος. Η Τζένη είχε βαρεθεί να της την πέφτουν οι ίδιοι κι οι ίδιοι μη φιλόδοξοι κωλόβλαχοι κι ένιωθε πως το σχέδιό της να αποδράσει δια της τυλιχτικής πήγαινε κατά διαόλου και πως θα έμενε για πάντα στη μικρή επαρχιακή της πόλη, την οποία πλέον αποκαλούσε κωλοχώρι. Ο Μάκης είχε περάσει (με το ζόρι μεν, αλλά…) στο τμήμα Μηχανολογίας του ΤΕΙ της γειτονικής μεγάλης επαρχιακής πόλης, που είχε την τιμή να περιλαμβάνει το σπίτι της θείας του κι ετοιμαζόταν να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο! Δηλαδή τον υπόλοιπο νομό, για αρχή… Η Τζένη έπηζε στο περίπτερο. Ο Μάκης ροβολούσε προς τη στάση του ΚΤΕΛ, στην κεντρική (και μοναδική, θα προσέθετα, αν ήθελα να γίνω κακούλης) πλατεία, μισο-πετώντας, μισο-τρέχοντας, ωσάν κοτόπουλο. Η Τζένη βγήκε από το «κατάστημα» και άραξε δίπλα στο σιντριβάνι, σκεπτόμενη πόσο θα ήθελε να ήταν γεμάτο νερό και να πέσει μέσα να πνιγεί. Ο Μάκης άραξε σε ένα παγκάκι και κοίταξε το ρολόι του, σκεπτόμενος «πόσο θα αργήσει άραγε το γαμήδι». Η Τζένη σήκωσε το βλέμμα. Ο Μάκης γύρισε το κεφάλι. Τον είδε. Την είδε. Του χαμογέλασε θλιμμένα. Της χαμογέλασε χαρούμενα. Ξαφνικά η Τζένη είδε μια μοναδική ελπίδα διαφυγής! Ξαφνικά ο Μάκης καύλωσε!
            Η Τζένη δεν άνοιξε το περίπτερο την άλλη μέρα. Και πλέον ο Μάκης χαιρόταν που ήταν άτριχη. Και όμορφη.



(Αν θέλετε μια ιστορία με τις δικές σας λέξεις κλειδιά, δεν έχετε παρά να μου τις στείλετε, προφανώς. Κι όχι πολλές μαζί. Ιστοριούλες φτιάχνω, όχι φριστάιλ.)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...