Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Το σκοτάδι μέσα του (1)

Αθήνα, 28/7/2013 11:48

...Boiling heat, Summer stench
'Neath the black
The sky looks dead...

Ήταν γεγονός: κόντευε μεσημέρι, το καλοκαίρι είχε φτάσει για τα καλά, κι η άδεια πρωτεύουσα βρωμούσε σαν πολυκαιρισμένο ψοφίμι. Στους εγκαταλελειμένους δρόμους της, στρώσεις από κάθε λογής σκουπίδια άχνιζαν στην καυτή άσφαλτο, ενώ ο ανελέητος ήλιος του Ιουλίου πυράκτωνε την μπετονένια ζούγκλα γύρω. Όλα έμοιαζαν νεκρά, με το τυχαία διερχόμενο αμάξι ή καψαλισμένο πεζό να διαψεύδει αυτήν την εντύπωση εγκατάλειψης. Οι όψεις, οι μυρωδιές, οι ήχοι δεν άλλαζαν και πολύ από γειτονιά σε γειτονιά κι από προάστιο σε προάστιο, καθώς όλη η πόλη φαινόταν βυθισμένη σε βαριεστημένη αφασία. Όμως, κάπου στο χαοτικό κέντρο, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. 




Η γυναίκα κειτόταν διαμελισμένη στο κέντρο μιας λίμνης αίματος. Το πτώμα βρισκόταν στο κέντρο του στενού δρόμου, ώστε όλοι να μπορούν να το δουν καλά. Τα πετσοκομμένα, γυμνά μέλη της φαίνονταν να σχηματίζουν ένα αστέρι με πέντε άκρα, ενώ το πάλλευκο πρόσωπο της είχε κολλήσει σε μια κραυγή πόνου που δεν πρόλαβε να ακουστεί, με τα πλούσια, καστανόξανθα μαλλιά της να έχουν γίνει ένα άμορφο σφουγγάρι αίματος. Το όλο θέαμα ενέπνεε βαθύτατη αποστροφή σε όλους τους παρευρισκόμενους, ενώ η πνιγηρή βρώμα της σάρκας σε αποσύνθεση απέδιωχνε αποτελεσματικά τους περισσότερους περίεργους από την περιοχή.

Η αστυνομία είχε ήδη καταφθάσει μετά από το τρομοκρατημένο τηλεφώνημα μιας άτυχης ηλικιωμένης, που είδε πρώτη το μακάβριο θέαμα καθώς έβρεχε το μπαλκόνι της τα ξημερώματα. Με διαφορά 2 ωρών έφθασαν και οι πρώτοι δημοσιογράφοι, που σαν όρνεα, μυρίζοντας το αίμα και τον θάνατο, προσπαθούν να εξασφαλίσουν την πρώτη συγκλονιστική είδηση φρίκης και τρόμου για την εφημερίδα ή το κανάλι τους. Τα φλας άστραφαν σαν αστραπές στο σκοτεινό σοκάκι, φωτίζοντας στιγμιαία τις φωτεινές κορδέλες της περιμέτρου ασφαλείας και το μακάβριο περιεχόμενο της.

Πίσω από τα σφαλισμένα παράθυρα ενός ρημαγμένου νεοκλασικού, παρατηρώντας την σκηνή από μια χαραμάδα, κάποιος χαμογελούσε σαρδόνια…



***

Χαλάνδρι, 28/7/2013 05:29 




Το τηλέφωνο χτυπούσε ανελέητα για 3 ολόκληρα λεπτά, προτού ο υπαστυνόμος Θεμιστοκλής μέσα σε χριστοπαναγίες καταφέρει να απαντήσει.

«Τι είναι γαμώ ντη Μπαναγία μου!;», φώναξε μέσα από τα δόντια του. Ήταν πεντέμιση τα ξημερώματα, ο ουρανός μόλις που άρχιζε να φωτίζει, κι ο ΘΘΘ ήταν φανερά ενοχλημένος με το αναπάντεχο πρωινό εγερτήριο. Τα 5 g σκου και το ολονύκτιο κάψιμο στο Ίντερνετ δεν βοηθούσαν και πολύ την κατάσταση.

«Τσίλλαρε ρε τρελάκια! Άκου, πρέπει να έρθεις αμέσως στην διεύθυνση που θα σου πω. Μιλάμε πως δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο!», ακούστηκε μια επιφυλακτική αντρική φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής.

«Καλά, περίμενε λίγο να σημειώσω… Για πες. Ναι, γράφω… Κοντά στο νούμερο 12 είπες; Θα’μαι εκεί σε κανά μισάωρο, περίμενε με. Και φρόντισε να βάλεις τα άλλα τα σκουπίδια να αποκλείσουν την περιοχή. Δεν θέλω τα γαμημένα κοράκια να πάρουν εύκολα το πρωτοσέλιδο τους, ούτε τον κάθε τελευταίο περίεργο να μπλέκεται στα πόδια μας.» Με αυτά έκλεισε με νεύρα το κινητό, και καταβάλλοντας αξιέπαινες προσπάθειες κατάφερε να σηκωθεί από το κρεβάτι του. Μέσα στην καθημερινή ρουτίνα του μπάνιου, δε μπόρεσε να μην προσέξει τα κόκκινα, πρησμένα μάτια του.

«Σκατά, πάλι θα μου την πει ο πούστης ο Κωστόπουλος.», βλαστήμησε σιγανά. Μετά από 5 σταγόνες κολλύριου στο κάθε μάτι, όλα έμοιαζαν καλύτερα. Τρέμοντας και παραπατώντας, φόρεσε την γελοία στολή του, και κινήθηκε προς την κουζίνα, όπου τον περίμενε η μητέρα του.

«Θοδωράκο, τι θες να πιεις μαζί με τη μπριζόλα σου;», τον ρώτησε ευγενικά.

«Φτιάξε μου ένα φραπέ. Κάν’τον ελαφρύ, πάλι θα κουράσουν στη δουλειά.», απάντησε βαριεστημένα.

Έφαγε, ήπιε, και μέσα στην κακή διάθεση μπήκε στο γκρι του αμάξι. Το μόνο που τον έκανε λίγο πιο χαρούμενο ήταν ότι θα άναβε την δίχρωμη σειρήνα…



***



Πανόρμου, 28/7/2013 03:52

 
...Ξημερώματα στο δρόμο
ρίχνω πετονιά
πιάνω τον εαυτό μου
και χάνω το μυαλό μου.

Η νύχτα ήταν μεγάλη, πιο μεγάλη κι από τις σακούλες στα μάτια της Νάνσυς καθώς άνοιγε κουρασμένη την πόρτα του μικρού διαμερίσματος της. Δεν της είχε απομείνει πλέον πολύ ενέργεια, καθώς τα είχε δώσει όλα στα ελληνάδικα που ξεφάντωνε για ώρες δίχως όρια με την κολλητή της την Εύη. Αλλά ποιος να την κατηγορήσει; Τα νεύρα της ήταν χάλια από την «πουτάνα την προϊσταμένη της» στη βαρετή δουλειά που μισούσε, και το πολυαγαπημένο Κάτω Κεράσοβο ήταν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά. Η Αθήνα έμοιαζε να της ρουφά τη ζωή από το μεδούλι, όμως αυτή δεν το έβαζε κάτω, ως γνήσιο επαρχιώτικο κορίτσι, έτοιμο για όλα.

«Ααααα ρε Θεέ, να’ταν τώρα δω ο Μπουρμπουρδελένιος μου, κι όλα θα’ταν καλύτερα», μουρμούρισε αναστενάζοντας δυνατά. Όσο και να την ικανοποιούσε το σάημπερ με τον υποψήφιο «πρίγκηπα» της, η Νάνσυ δε μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται το ενδεχόμενο μιας ευτυχισμένης ζωής δίπλα στον έρωτα της.

Σκεφτόμενη αυτά, πέταξε το πανωφόρι της στον καλόγερο, ξεντύθηκε νωχελικά κι έμεινε τελικά με τα δαντελωτά της εσώρουχα να ατενίζει το κρεβάτι της. Καθώς αισθανόταν το Μορφέα να την καλεί στην αναπαυτική του αγκαλιά, αισθάνθηκε ένα παγωμένο κύμα ανησυχίας να την καταλαμβάνει: από το σπίτι έλειπε η Ζωή, η συγκάτοικος της.

Κανονικά αυτό δεν θα έπρεπε να την ταράσσει, καθώς μάλλον είχε πάει να δει τον γκόμενό της και ξέχασε να την πάρει τηλέφωνο. Όμως το βλάχικο ένστικτο τής έλεγε πως κάτι δεν πάει καλά. Με τη νύστα να δίνει την θέση της σε μία παράλογη υστερία, η Νάνσυ ψαχούλευσε απεγνωσμένα στο τσαντάκι για το κινητό της. Μετά από 2 λάθος κλήσεις και αρκετές χριστοπαναγίες από την άλλη άκρη της γραμμής, με τρεμάμενα δάκτυλα κατάφερε επιτέλους να καλέσει τον αριθμό της Ζωής.

Προτού προλάβει καν να ηρεμήσει, η Ζωή σήκωσε το τηλέφωνο. Ή τουλάχιστον έτσι νόμισε αρχικά η Νάνσυ.

«Εμπρός; Ρε αγαπάκι, σόρρυ για την ώρα, απλά ανησύχησα κι ήθελα να δω αν είσαι καλά.», είπε κάπως καθησυχασμένη.

Ο πανικός ξανάρθε, απίστευτα πιο έντονος 1 δευτερόλεπτο μετά, όταν η παράφωνη, άρρωστη φωνή στην άλλη άκρη δήλωσε ξεκάθαρα, προτού κλείσει απότομα:

«Η Ζωή είναι πλέον Θάνατος. Είσαι η επόμενη.»



***

Πολυτεχνιούπολη, 27/7/2013 22:34

«Γαμημένοι Ατμοί! Τσάμπα ο καρκίνος που έβγαλα τόσες μέρες!», ούρλιαξε αγανακτισμένη η Ζωή Βράχου, καθώς έβγαινε φουριόζα από το σχεδόν άδειο αμφιθέατρο. Μετά από 8 εξουθενωτικές ώρες επίλυσης ασκήσεων ατμομηχανικής, κι εκθετικά περισσότερες ανελέητης μελέτης, ήταν σχεδόν σίγουρη πως είχε κοπεί, για ακόμη μια φορά. Κανείς δεν της είπε πως το Πολυτεχνείο θα είναι παίξε-γέλασε, αλλά το όλο θέμα είχε αρχίσει να της την δίνει άγρια.

Κοίταξε το κινητό της. 3 αναπάντητες από το Μάρκο, το γκόμενό της που είχε κατέβει από Άρτα για να τη δει. Όσο κι αν ήξερε ότι έπρεπε να τον καλέσει, τα τσιτωμένα νεύρα της την έπεισαν να κινηθεί προς το σπίτι, όπου θα μπορούσε να χαλαρώσει λίγο. Εξάλλου, σκέφτηκε, αν του μιλούσε με τέτοια διάθεση, το πιο πιθανόν είναι να τον ξαπέστελνε σούμπιτο στους πορτοκαλεώνες απ’όπου ήρθε.

In time bleeding wounds will heal
Unlike some which are too deep to see
Like scars in a nomad's soul
Their mending is so slow...

Με τα χέρια της να τρέμουν ακόμα, έβαλα τα ακουστικά στα αυτιά της κι άρχισε να περπατά νευρικά και με το κεφάλι κάτω, διασχίζοντας εκτάσεις ρημαγμένου τσιμέντου και καχεκτικών ξερόχορτων, αναλογιζόμενη την κατεύθυνση που έχει πάρει η ζωή της μετά την απόφαση της να ανεξαρτητοποιηθεί από τους δικούς της. Είχε αρχίσει πλέον να της λείπει η οικογενειακή θαλπωρή κι άνεση, η οποία πλέον είχε αντικατασταθεί με την ενοχλητική κι άγαρμπη συμβίωση με μια χαζοχαρούμενη βλάχα και τον ηλεκτρονικό της γαμιά.

Χαμένη στον κυκεώνα των σκέψεων της, ξαφνικά αντιλαμβάνεται ότι είχε φτάσει στο αχανές πάρκινγκ όπου την περίμενε το αμάξι της. Με γρήγορες κινήσεις, αρχίζει να ψάχνει τα κλειδιά της, όταν ξαφνικά αισθάνεται μια σκιά στην άκρη του οπτικού της πεδίου. Ο χρόνος μοιάζει να παγώνει σε μια απειροελάχιστη στιγμή φρίκης.

Όλα γίνονται αστραπιαία: προτού προλάβει να ακουστεί το ουρλιαχτό της, η μυτερή λεπίδα έχει διαπεράσει το λεπτό, ευαίσθητο δέρμα του λαιμού της και το αίμα από την καρωτίδα τινάσσεται σαν άλικο γκέυζερ. Δυο μικρά αλλά σίγουρα γαντοφορεμένα χέρια περιεργάζονται με πάθος την ψυχορραγούσα κοπέλα. Δύο μαύρα, κενά μάτια την κοιτάζουν ειρωνικά, όσο αυτή αφήνει την τελευταία της πνοή. Η μαυροφορεμένη φιγούρα στήνει με νοσηρή φροντίδα και προσήλωση το πτώμα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Όλα πρέπει να γίνουν τέλεια, χωρίς να κινηθούν υποψίες, και οι λεκέδες από αίμα στην δερμάτινη επένδυση ήταν κάτι που θα τον ενοχλούσε πολύ.  Βέβαια, ποιος θα μπορούσε να υποπτευθεί ότι η άκαμπτη σκιά στο πίσω μέρος του οχήματος είναι ένα φρέσκο πτώμα; Εξάλλου, δεν υπήρχε κανείς σε ακτίνα χιλιομέτρου που θα μπορούσε να είχε δει κάτι. Τα πάντα είχαν πάει όπως τα είχε φανταστεί στο μυαλό του. Είχε όμως ακόμα αρκετή δουλειά να κάνει...

  Το κόκκινο φεγγάρι λάμπει χλωμά πάνω από τον σκοτεινό ουρανό, γεμίζοντας την έρημη περιοχή με παράδοξες σκιές, καθώς το αμάξι επιταχύνει και τελικά εξαφανίζεται μέσα στην ανυπόφορα ζεστή νύχτα, με άγνωστο προορισμό...





Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...